- ρακοκόπτης
- ο, Ν1. αυτός που ασχολείται με την κοπή κουρελιών2. ειδικό μηχάνημα εργοστασίου χαρτοποιίας, κατάλληλο για την κοπή κουρελιών που χρησιμοποιούνται στο παραπάνω εργοστάσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράκος «κουρέλι» + κόπτης (< κόβω), πρβλ. καφε-κόπτης].
Dictionary of Greek. 2013.